- αγριελαία
- η , αγριέλι τό разг , αγριελιά η дикая олива, дикая маслина (дерево и плод)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀγριελαία — ἀγριελαίᾱ , ἀγριελαία wild olive fem nom/voc/acc dual ἀγριελαίᾱ , ἀγριελαία wild olive fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίᾳ — ἀγριελαίᾱͅ , ἀγριελαία wild olive fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριελαία — ἀγριελαία, η (Α) η αγριελιά* … Dictionary of Greek
ἀγριέλαια — ἀγριέλαιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίας — ἀγριελαίᾱς , ἀγριελαία wild olive fem acc pl ἀγριελαίᾱς , ἀγριελαία wild olive fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίαν — ἀγριελαίᾱν , ἀγριελαία wild olive fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαιῶν — ἀγριελαία wild olive fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίαις — ἀγριελαία wild olive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίης — ἀγριελαία wild olive fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Castellorizo — Gemeinde Megisti Δήμος Μεγίστης (Μεγίστη) DEC … Deutsch Wikipedia
Castelrosso — Gemeinde Megisti Δήμος Μεγίστης (Μεγίστη) DEC … Deutsch Wikipedia